ξιφομάχαιρα

ξιφομάχαιρα
η (Α ξιφομάχαιρα)
μεγάλο μαχαίρι που έχει σχήμα ξίφους και χρησιμοποιείται ως μαχαίρι και ως ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + μάχαιρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξιφομάχαιρα — sabre fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξιφομαχαίρας — ξιφομαχαίρᾱς , ξιφομάχαιρα sabre fem acc pl ξιφομαχαίρᾱς , ξιφομάχαιρα sabre fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… …   Dictionary of Greek

  • ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”